Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αταξία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αταξία [ataˈksia] SUBST θηλ

1. αταξία (έλλειψη τάξης):

αταξία
Unordnung θηλ

2. αταξία (κακή διαπαιδαγώγηση παιδιού):

αταξία
Ungezogenheit θηλ

3. αταξία (πράξη παιδιού):

αταξία
Dummheit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский