Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατάραχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατάραχ|ος <-η, -ο> [aˈtaraxɔs] ΕΠΊΘ (ψύχραιμος)

ατάραχος
εντελώς ατάραχος

Παραδειγματικές φράσεις με ατάραχος

εντελώς ατάραχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский