Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άσωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσωτ|ος <-η, -ο> [ˈasɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. άσωτος (ακόλαστος):

άσωτος
ο άσωτος υιός ΘΡΗΣΚ
der verlorene Sohn αρσ

2. άσωτος (σπάταλος):

άσωτος

Παραδειγματικές φράσεις με άσωτος

ο άσωτος υιός ΘΡΗΣΚ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский