Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Balsam , half , Hals , hallo , haltbar , halten , hallen και halber

Balsam <-s> [ˈbalzaːm] SUBST αρσ ενικ

haltbar ΕΠΊΘ

2. haltbar (strapazierfähig):

3. haltbar (Behauptung, Theorie):

halber [ˈhalbɐ] PREP +γεν τυπικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский