Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τεντώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τεντώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [tɛnˈdɔnɔ] VERB μεταβ

1. τεντώνω (σκοινί):

τεντώνω

2. τεντώνω (απλώνω):

τεντώνω
τεντώνω τα αφτιά μου

3. τεντώνω (παράθυρο):

τεντώνω

II . τεντώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με τεντώνω

τεντώνω τ' αφτιά μου
τεντώνω τα αφτιά μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский