Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: entern , treten , enden και entzwei

II . treten <tritt, trat, getreten> [ˈtreːtən] VERB μεταβ

1. treten (Fußtritt geben):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский