Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουρσεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουρσ|εύω <-εψα, -εμένος> [kurˈsɛvɔ] VERB μεταβ

1. κουρσεύω (ενεργώ καταδρομή):

κουρσεύω

2. κουρσεύω (λεηλατώ):

κουρσεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский