Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βγαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βγ|αίνω <-ήκα, -αλμένος> [ˈvjɛnɔ] VERB αμετάβ

1. βγαίνω (πηγαίνω έξω):

βγαίνω

2. βγαίνω (έρχομαι έξω):

βγαίνω

3. βγαίνω (σβήνω, ξεκολλώ):

βγαίνω

4. βγαίνω (ήλιος):

βγαίνω

5. βγαίνω (εκλέγομαι):

βγαίνω

6. βγαίνω (δημοσιεύομαι):

βγαίνω

7. βγαίνω (προκύπτω):

βγαίνω

9. βγαίνω (αποδείχνομαι):

βγαίνω

10. βγαίνω (μαθεύομαι):

βγαίνω

14. βγαίνω (για διασκέδαση):

βγαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский