Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κερδισμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κερδισμέν|ος <-η, -ο> [cɛrðiˈzmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με κερδισμένος

βγαίνω κερδισμένος από κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский