Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κερδοσκοπώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κερδοσκοπ|ώ <-είς, -ησα> [cɛrðɔskɔˈpɔ] VERB αμετάβ

1. κερδοσκοπώ (στο χρηματιστήριο):

κερδοσκοπώ

2. κερδοσκοπώ (αισχροκερδώ):

κερδοσκοπώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский