Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κεράτωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κεράτωσ|η <-εις> [cɛˈratɔsi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

κεράτωση
Keratose θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский