Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δημοπρασία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δημοπρασία [ðimɔpraˈsia] SUBST θηλ

δημοπρασία
Auktion θηλ
δημοπρασία
Versteigerung θηλ
πουλώ κάτι με/σε δημοπρασία
βγάζω κάτι σε δημοπρασία
βγαίνω σε δημοπρασία
διεξάγω δημοπρασία
αναγκαστική δημοπρασία
πλειοδοτική/φανερή δημοπρασία
μειοδοτική δημοπρασία
μυστική δημοπρασία
geheime Auktion θηλ
Auktionshaus ουδ
Auktionsgebühr θηλ ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με δημοπρασία

διεξάγω δημοπρασία
αναγκαστική δημοπρασία
μειοδοτική δημοπρασία
μυστική δημοπρασία
βγάζω κάτι σε δημοπρασία
βγαίνω σε δημοπρασία
πουλώ κάτι με/σε δημοπρασία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский