Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξίσωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξίσωσ|η <-εις> [ɛˈksisɔsi] SUBST θηλ

1. εξίσωση (άρση της διαφοράς):

εξίσωση
Ausgleich αρσ
απόθεμα ουδ εξίσωσης ΟΙΚΟΝ
εξίσωση πίεσης
φορολογική εξίσωση

2. εξίσωση (προσάρμοση):

εξίσωση
Angleichung θηλ

3. εξίσωση ΜΑΘ:

εξίσωση
Gleichung θηλ
αλγεβρική εξίσωση
αντίστροφη εξίσωση
αριθμητική εξίσωση
άρρητη εξίσωση
γραμμική εξίσωση
μη γραμμική εξίσωση
εγγράμματη εξίσωση
κανονική εξίσωση
λογαριθμική εξίσωση
ολοκληρωτική εξίσωση
ομογενής εξίσωση
παραβολική εξίσωση
παραμετρική εξίσωση
χημική εξίσωση

Παραδειγματικές φράσεις με εξίσωση

εξίσωση θηλ πεδίου
εξίσωση θηλ πλεονεκτήματος ΝΟΜ
ανάγωγη εξίσωση
διαφορική εξίσωση
εγγράμματη εξίσωση
κανονική εξίσωση
λογαριθμική εξίσωση
ομογενής εξίσωση
γραμμική εξίσωση
διωνυμική εξίσωση
εξίσωση πίεσης
φορολογική εξίσωση
αλγεβρική εξίσωση
αντίστροφη εξίσωση
αριθμητική εξίσωση
άρρητη εξίσωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский