Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τελειώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τελ|ειώνω <-ειωσα [ή -είωσα], -ειώθηκα, -ειωμένος> [tɛˈʎɔnɔ] VERB μεταβ

1. τελειώνω (φέρνω σε τέλος):

τελειώνω
τελειώνω

2. τελειώνω (τακτοποιώ, κανονίζω):

τελειώνω

3. τελειώνω (εξαντλώ):

τελειώνω

II . τελ|ειώνω <-ειωσα [ή -είωσα], -ειώθηκα, -ειωμένος> [tɛˈʎɔnɔ] VERB αμετάβ

2. τελειώνω (φτάνω στο τέλος):

τελειώνω

4. τελειώνω (εξαντλούμαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский