Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φρένο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φρένο [ˈfrɛnɔ] SUBST ουδ

φρένο
Bremse θηλ
πατώ φρένο
βάζω φρένο σε κάτι μτφ
φρένο κινδύνου
Notbremse θηλ
κωνικό φρένο
Kegelbremse θηλ
μαγνητικό φρένο
Magnetbremse θηλ
υδραυλικό φρένο
υδραυλικό φρένο

Παραδειγματικές φράσεις με φρένο

φρένο κινδύνου
Notbremse θηλ
κωνικό φρένο
πατώ φρένο
βάζω φρένο σε κάτι μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский