Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φρενάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φρενάρ|ω <-ισα [ή -α] > [frɛˈnarɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

φρενάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский