Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κλοτσώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κλοτσ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [klɔˈtsɔ] VERB μεταβ

1. κλοτσώ (κάποιον):

κλοτσώ

ιδιωτισμοί:

κλοτσώ την μπάλα

II . κλοτσ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [klɔˈtsɔ] VERB αμετάβ (άλογο)

κλοτσώ

Παραδειγματικές φράσεις με κλοτσώ

κλοτσώ την μπάλα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский