Ελληνικά » Γερμανικά

λή|γω <-ξα> [ˈliɣɔ] VERB αμετάβ

1. λήγω (τελειώνω):

λήγω

2. λήγω (για λέξη):

λήγω

3. λήγω (συμβόλαιο κτλ):

λήγω

Παραδειγματικές φράσεις με λήγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский