Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπαίνω <μπήκα, μπασμένος> [ˈbɛnɔ] VERB αμετάβ

2. μπαίνω (έρχομαι μέσα):

μπαίνω

3. μπαίνω (σε όχημα):

μπαίνω

5. μπαίνω (ρούχο: μαζεύω):

μπαίνω

6. μπαίνω οικ (καταλαβαίνω):

μπαίνω
μπαίνω στο νόημα

7. μπαίνω (για ηλικία):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский