Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: leihen , leicht , leitend και leiten

leiten [ˈlaɪtən] VERB μεταβ

2. leiten (Betrieb, Schule, Chor):

4. leiten (in eine Richtung):

7. leiten ΠΟΛΙΤ:

leitend ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский