Ελληνικά » Γερμανικά

εύθραυστ|ος <-η, -ο> [ˈɛfθrafstɔs] ΕΠΊΘ

1. εύθραυστος (γενικά):

εύθραυστος

2. εύθραυστος (νύχια):

εύθραυστος
εύθραυστος (νύχια, υλικό)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский