Ελληνικά » Γερμανικά

ελαφρύς

ελαφρύς s. ελαφρός

Βλέπε και: ελαφρός

ελαφρ|ός <-ιά, -ό> [ɛlaˈfrɔs], ελαφρ|ύς [ɛlaˈfris] <-ιά, -ύ>, αλαφρ|ός [alaˈfrɔs] <-ιά, -ό> ΕΠΊΘ

ελαφρ|ός <-ιά, -ό> [ɛlaˈfrɔs], ελαφρ|ύς [ɛlaˈfris] <-ιά, -ύ>, αλαφρ|ός [alaˈfrɔs] <-ιά, -ό> ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με ελαφρύς

ελαφρύς ύπνος
Schlummer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский