Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελαφρυντικά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελαφρυντικά [ɛlafrindiˈka] SUBST ουδ πλ ΝΟΜ

ελαφρυντικά
mildernde Umstände αρσ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με ελαφρυντικά

ελαφρυντικά περιστατικά
mildernde Umstände αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский