Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πούπουλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πούπουλο [ˈpupulɔ] SUBST ουδ

1. πούπουλο:

πούπουλο
Feder θηλ
είναι ελαφρύ σαν πούπουλο

2. πούπουλο (ειδικά μικρό και λεπτό):

πούπουλο
Daune θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πούπουλο

είναι ελαφρύ σαν πούπουλο
ελαφρός σαν πούπουλο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский