Ελληνικά » Γερμανικά

πουρί [puˈri] SUBST ουδ

1. πουρί (πωρόλιθος):

πουρί
Sinter αρσ
πουρί
Kalkstein αρσ

2. πουρί (σε δοχείο βρασμού):

πουρί
Kesselstein αρσ

3. πουρί (στα δόντια):

πουρί
Zahnstein αρσ

ποτ πουρί [pɔt puˈri] SUBST ουδ αμετάβλ

ποτ πουρί
Potpourri ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский