Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διευθύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διευθύν|ω <-α, -θηκα> [ðiɛfˈθinɔ] VERB μεταβ

1. διευθύνω (επιχείρηση, ίδρυμα κτλ):

διευθύνω

2. διευθύνω (ορχήστρα):

διευθύνω

3. διευθύνω (πλοίο, αεροπλάνο):

διευθύνω

4. διευθύνω (κατευθύνω):

διευθύνω

Παραδειγματικές φράσεις με διευθύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский