Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „όπλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όπλο [ˈɔplɔ] SUBST ουδ

1. όπλο (μέσο επίθεσης):

όπλο
Waffe θηλ
Mordwaffe θηλ
Brandwaffe θηλ
πυρηνικό όπλο
Atomwaffe θηλ
χημικό όπλο
chemische Waffe θηλ

2. όπλο (τουφέκι):

όπλο
Gewehr ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский