Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διευκόλυνση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διευκόλυνσ|η <-εις> [ðiɛfˈkɔlinsi] SUBST θηλ

1. διευκόλυνση (κάτι που διευκολύνει):

διευκόλυνση
Erleichterung θηλ

2. διευκόλυνση (βοήθεια):

διευκόλυνση
Hilfe θηλ
φορολογική διευκόλυνση

Παραδειγματικές φράσεις με διευκόλυνση

διευκόλυνση θηλ τοκετού
φορολογική διευκόλυνση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский