Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαβιβάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαβιβά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiaviˈvazɔ] VERB μεταβ

1. διαβιβάζω (αίτηση, υπόθεση):

διαβιβάζω σε
weiterleiten an +αιτ

2. διαβιβάζω (μήνυμα, χαιρετισμό):

διαβιβάζω σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με διαβιβάζω

διαβιβάζω μια κλήση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский