Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαβλέπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|αβλέπω <-έβλεψα> [ðiaˈvlɛpɔ] VERB μεταβ

1. διαβλέπω (προβλέπω):

διαβλέπω

2. διαβλέπω (καταλαβαίνω, διακρίνω):

διαβλέπω
διαβλέπω μια μικρή αλλαγή

Παραδειγματικές φράσεις με διαβλέπω

διαβλέπω μια μικρή αλλαγή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский