Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στέλεχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στέλεχος [ˈstɛlɛxɔs] SUBST ουδ

1. στέλεχος ΒΟΤ:

στέλεχος
Stängel αρσ

2. στέλεχος ΒΙΟΛ:

στέλεχος εγκεφάλου
Hirnstamm αρσ
στέλεχος εγκεφάλου
Gehirnstamm αρσ

3. στέλεχος (λαβή):

στέλεχος
Stiel αρσ

4. στέλεχος (κύριο σώμα βιβλίου αποδείξεων):

στέλεχος
Stammregister ουδ

5. στέλεχος (ηγετικό μέλος επιχείρησης):

στέλεχος
στέλεχος
Manager(in) αρσ (θηλ)
γυναίκα θηλ στέλεχος
Managerin θηλ
γυναίκα θηλ στέλεχος
διευθυντικό στέλεχος
Spitzenmanager(in) αρσ (θηλ)

6. στέλεχος ΠΟΛΙΤ:

στέλεχος
Kader αρσ

7. στέλεχος (αρχαίου ναού):

στέλεχος
Schaft αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με στέλεχος

γυναίκα θηλ στέλεχος
Managerin θηλ
στέλεχος εγκεφάλου
Hirnstamm αρσ
διευθυντικό στέλεχος
κορυφαίο στέλεχος ουδ εταιρείας
Spitzenmanager(in) αρσ (θηλ)
Spitzenmanager(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский