Anschluss <-es, -schlüsse> SUBST αρσ
2. Anschluss ΤΗΛ (Verbindung):
4. Anschluss (an Zug, Flugzeug):
-
ανταπόκριση θηλ
6. Anschluss (an Partei, Bewegung):
-
προσχώρηση θηλ
7. Anschluss (Annexion):
-
προσάρτηση θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.