Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μάθημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μάθημα [ˈmaθima] SUBST ουδ

2. μάθημα (σε βιβλίο):

μάθημα
Lektion θηλ

3. μάθημα (εμπειρία, διδασκαλία):

μάθημα
Lehre θηλ
αυτό του έγινε μάθημα
να σου γίνει μάθημα!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский