Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποκλεισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποκλεισμός [apɔklizˈmɔs] SUBST αρσ

1. αποκλεισμός (απαγόρευση εισόδου ή εξόδου):

αποκλεισμός
Absperrung θηλ

2. αποκλεισμός (μπλόκο):

αποκλεισμός
Blockade θηλ
οικονομικός αποκλεισμός

3. αποκλεισμός (μποϊκοτάρισμα):

αποκλεισμός
Boykott αρσ

4. αποκλεισμός (απαγόρευση συμμετοχής, απαγόρευση δυνατότητας):

αποκλεισμός
Ausschluss αρσ
αποκλεισμός
αποκλεισμός της ποινής ΝΟΜ

5. αποκλεισμός (απομόνωση):

αποκλεισμός
Isolierung θηλ
κοινωνικός αποκλεισμός

6. αποκλεισμός ΟΙΚΟΝ (εμπάργκο):

αποκλεισμός
Embargo ουδ
εμπορικός αποκλεισμός

Παραδειγματικές φράσεις με αποκλεισμός

οικονομικός αποκλεισμός
κοινωνικός αποκλεισμός
εμπορικός αποκλεισμός
αποκλεισμός αρσ της εγγυητικής ευθύνης
αποκλεισμός αρσ της ευθύνης
αποκλεισμός αρσ της ενοχής
αποκλεισμός της ποινής ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский