Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύναψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύναψ|η <-εις> [ˈsinapsi] SUBST θηλ

1. σύναψη:

σύναψη μάχης
σύναψη ειρήνης
σύναψη γάμου
σύναψη δανείου
σύναψη σχέσεων

2. σύναψη ΑΝΑΤ:

σύναψη
Synapse θηλ
νευρομυϊκή σύναψη
νευρομυϊκή σύναψη

Παραδειγματικές φράσεις με σύναψη

σύναψη θηλ δανείου
σύναψη μάχης
σύναψη ειρήνης
σύναψη γάμου
σύναψη δανείου
σύναψη σχέσεων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский