Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποβολή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποβολή [apɔvɔˈli] SUBST θηλ

1. αποβολή (απόρριψη):

αποβολή
Abwerfen ουδ
αποβολή
Ablegen ουδ

2. αποβολή (τοκετός):

αποβολή
Fehlgeburt θηλ
κάνω αποβολή

Παραδειγματικές φράσεις με αποβολή

κάνω αποβολή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский