Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποβλέπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποβλέ|πω <-ψα> [apɔˈvlɛpɔ] VERB αμετάβ

αποβλέπω σε
zielen auf +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский