Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψήφιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψήφισ|η <-εις> [ˈpsifisi] SUBST θηλ

1. ψήφιση (ψηφοφορία):

ψήφιση
Wahl θηλ
Mehrheitswahl θηλ

2. ψήφιση (κύρωση):

ψήφιση
Annahme θηλ
ψήφιση νόμου

Παραδειγματικές φράσεις με ψήφιση

ψήφιση νόμου
ψήφιση θηλ κατά πλειοψηφία ΠΟΛΙΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский