Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψηφίο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψηφίο [psiˈfiɔ] SUBST ουδ

1. ψηφίο (αριθμός):

ψηφίο
Ziffer θηλ

2. ψηφίο (γράμμα):

ψηφίο
Buchstabe αρσ

3. ψηφίο Η/Υ:

ψηφίο
Ziffer θηλ
δυαδικό ψηφίο
Bit ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ψηφίο

δυαδικό ψηφίο
Bit ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский