Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψάχνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ψά|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈpsaxnɔ] VERB μεταβ

1. ψάχνω (συρτάρι, χώρο):

ψάχνω κάτι

2. ψάχνω (κάτι το χαμένο):

ψάχνω κάτι

II . ψά|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈpsaxnɔ] VERB αμετάβ (γυρεύω)

ψάχνω
ψάχνω για κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με ψάχνω

ψάχνω κάτι
ψάχνω για κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский