Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύνδεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύνδεσ|η <-εις> [ˈsinðɛsi] SUBST θηλ

1. σύνδεση (συνένωση):

σύνδεση
Verbindung θηλ
σύνδεση γονιδίων ΓΕΝΕΤ
Genkopplung θηλ
ομάδα θηλ σύνδεσης ΓΕΝΕΤ

2. σύνδεση (σε δίκτυο):

σύνδεση
Anschluss αρσ
τηλεφωνική σύνδεση
ηλεκτρική σύνδεση
καλωδιακή σύνδεση
κύρια σύνδεση
Bahnanschluss αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με σύνδεση

σύνδεση θηλ υποδοχέων
σύνδεση θηλ γονιδίων
ηλεκτρική σύνδεση
καλωδιακή σύνδεση
κύρια σύνδεση
ενζυμική σύνδεση ΒΙΟΛ
Ligatur θηλ
σύνδεση γονιδίων ΓΕΝΕΤ
τηλεφωνική σύνδεση
δικτυακή σύνδεση
ευρυζωνική σύνδεση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский