Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνδέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συνδέ|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [sinˈðɛɔ] VERB μεταβ

1. συνδέω (δυο πράγματα):

συνδέω

2. συνδέω (συσκευή: σε δίκτυο):

συνδέω σε
anschließen an +αιτ

II . συνδέομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. συνδέομαι (επαγγελματικά):

2. συνδέομαι (ερωτικά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский