Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κύρια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυρία [ciˈria] SUBST θηλ

2. κυρία (πριν από όνομα):

Frau X

Παραδειγματικές φράσεις με κύρια

κύρια αγωγή
Hauptklage θηλ
First Lady θηλ
κύρια απαίτηση
κύρια γραμμή
κύρια πρόταση
Hauptsatz αρσ
κύρια υπόθεση
Hauptsache θηλ
κύρια σκέψη
κύρια δυσκολία
κύρια πρόθεση
κύρια εργασία
κύρια ευθύνη
κύρια κατοικία
κύρια σύμβαση
κύρια σύνδεση
κύρια ρίζα
κύρια φλέβα
Hauptader θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский