Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: biss , bis , Amboss και Lesbos

Lesbos <-> SUBST ουδ ενικ

1. Lesbos (offiziell):

Λέσβος θηλ

2. Lesbos οικ auch:

Amboss <-es, -e> [ˈambɔs] SUBST αρσ ΤΕΧΝΟΛ

biss [bɪs]

biss απλ παρελθ von beißen

Βλέπε και: beißen

II . beißen <beißt, biss, gebissen> [ˈbaɪsən] VERB αμετάβ (Geruch, Geschmack)

III . beißen <beißt, biss, gebissen> [ˈbaɪsən] VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский