Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „περιμένω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

περιμέν|ω <-α> [pɛriˈmɛnɔ] VERB μεταβ

1. περιμένω (σε κάποιον τόπο):

περιμένω κάποιον

3. περιμένω (μέχρι να 'ρθει μια ορισμένη στιγμή):

περιμένω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский