Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάλειμμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάλειμμα [ðiˈalima] SUBST ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με διάλειμμα

έχω διάλειμμα
διαφημιστικό διάλειμμα
Werbepause θηλ
μεσημεριανό διάλειμμα
μουσικό διάλειμμα
πρωινό διάλειμμα
το μεγάλο διάλειμμα ΣΧΟΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский