Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαλέγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαλέ|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ðjaˈlɛɣɔ] VERB μεταβ

1. διαλέγω (αποφασίζω ποιο θα πάρω):

διαλέγω

2. διαλέγω (βγάζω μέσα από άλλα):

διαλέγω

Παραδειγματικές φράσεις με διαλέγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский