Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρωινό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρωινό [prɔiˈnɔ] SUBST ουδ

1. πρωινό (φαγητό):

πρωινό
Frühstück ουδ
παίρνω το πρωινό μου

2. πρωινό (πρωί):

πρωινό
Morgen αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский