Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσούζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τσού|ζω <-ξα> [ˈtsuzɔ] VERB αμετάβ (πληγή, φάρμακο, μάτια)

τσούζω

II . τσού|ζω <-ξα> [ˈtsuzɔ] VERB μεταβ

1. τσούζω μτφ (θίγω, πονώ):

τσούζω κάποιον

ιδιωτισμοί:

το/τα τσούζω

Παραδειγματικές φράσεις με τσούζω

το/τα τσούζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский