Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: teilen , alaaf , Dealer και dealen

dealen [ˈdiːlən] ΡΉΜΑ αμετάβ αργκ

dealer γαλλ αργκό

Dealer(in) <-s, -> [ˈdiːlɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ) οικ

dealeur(-euse) (dealer) αρσ

I . teilen ΡΉΜΑ μεταβ

2. teilen ΜΑΘ:

3. teilen Η/Υ:

II . teilen ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. teilen:

2. teilen (sich gabeln):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina